τοξικογόνος

τοξικογόνος
-ο, θηλ. και -α, Ν
αυτός που παράγει τοξική ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicogenic < λατ. toxicum «δηλητήριο» (< τοξικόν, βλ. λ. τοξικός) + -gen-ic (πρβλ. γεν-ικός < γένος), που στην Ελληνική αποδίδεται με το -γόνος (< γόνος), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα γον- τής ρίζας γεν-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”